- ληθαῖον
- λήθαιοςofmasc acc sgλήθαιοςofneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λήθαιον — Λήθαιος of masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λήθαιον — λήθαιος of masc acc sg λήθαιος of neut nom/voc/acc sg ληθαῖος of masc acc sg ληθαῖος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λήθαιος — λήθαιος, αία, ον και ληθαῑος, αία, ον (Α) [λήθη] 1. αυτός που επιφέρει λήθη ή αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λήθη («λήθαιον σκότος», Λυκόφρ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που λησμονεί, ο επιλήσμων 3. αυτός που προέρχεται από τη Λήθη, περιοχή τού κάτω… … Dictionary of Greek